- εξαλλοιώ
- ἐξαλλοιῶ, -όω (Α) [αλλοιώ]αλλοιώνω εντελώς.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εξαλλοίωση — η (Α ἐξαλλοίωσις) [εξαλλοιώ] (για τροφή) πλήρης αλλοίωση … Dictionary of Greek
συνεξαλλοιώ — όω, ΜΑ αλλοιώνω εντελώς μαζί με κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐξαλλοιῶ «αλλοιώνω εντελώς»] … Dictionary of Greek